Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολλοὺς θεούς

См. также в других словарях:

  • πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • γαιάχος ή γαιήοχος — Επίθετο που αποδιδόταν σε πολλούς θεούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί σήμαινε εκείνον που είχε τη γη της περιοχής που προστάτευε. Ιδιαίτερα προσέδιδαν το επίθετο αυτό στον Ποσειδώνα στη Λακωνία, όπου υπήρχε ιερό του. Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος το… …   Dictionary of Greek

  • πολυδαίμων — ον, Α πιθ. αυτός που έχει πολλούς θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαίμων, ονος «θεός»] …   Dictionary of Greek

  • πολυθεΐα — η, ΝΜΑ [πολύθεος] θρησκειολ. η πίστη σε πολλούς θεούς, η λατρεία πολλών θεών, πολυθεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • πολυπροσκύνητος — ον, Μ (για τον Τίμιο Σταυρό) 1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος 2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + προσκύνητος (< προσκυνῶ)] …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — η 1. το σύνολο των δοξασιών που σχετίζεται με την πίστη του ανθρώπου σ’ έναν ή πολλούς θεούς: Ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία. – Απαρνήθηκε τη θρησκεία των πατέρων του. – Μονοθεϊστική θρησκεία. 2. ό,τι θεωρεί κάποιος ιερό: Γι’ αυτόν το καθήκον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυθεΐα — πολυθεΐα, η και πολυθεϊσμός, ο η πίστη ανθρώπων σε πολλούς θεούς: Η πολυθεΐα είναι χαρακτηριστικό της πίστης των αρχαίων Ελλήνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυθεΐστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που πιστεύει σε πολλούς θεούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»